- ορατότητα
- Τα όρια της οπτικής αντίληψης ενός φωτιζόμενου αντικείμενου, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της φωτεινής πηγής και τις συνθήκες του μέσου, διά του οποίου μεταδίνεται το φως (κατά την έννοια αυτή γίνεται λόγος για ορατότητα 50, 100, 150 μ.).
Στη φωτομετρία, η έννοια της ο. συνδέεται με την ικανότητα των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, που αποτελούν το ορατό φάσμα, να προκαλούν αισθήσεις αντιληπτές από το μάτι. Επειδή η ευαισθησία του ανθρώπινου ματιού στις ορατές ακτινοβολίες είναι διαφορετική για τα διάφορα μήκη κύματος, προκύπτει από αυτό η ανάγκη ορισμού της ο. αναφορικά με κάθε μήκος κύματος. Η σχέση μεταξύ της φωτεινής ροής μιας δέσμης του υπό εξέταση μονοχρωματικού φωτός και της ενεργειακής ροής ονομάζεται συντελεστής ο. του φωτός αυτού του μήκους κύματος. Ο συντελεστής αυτός είναι προφανώς μηδέν για τις αόρατες ακτινοβολίες (υπέρυθρες και υπεριώδεις) ενώ είναι μέγιστος για μια γραμμή (λ = 5550 Α) της πράσινης περιοχής του ηλιακού φάσματος. Η σχέση μεταξύ του συντελεστή ο. ενός μονοχρωματικού φωτός και του παραπάνω μέγιστου ονομάζεται συντελεστής σχετικής ορατότητας.
* * *η [ορατός]1. η ιδιότητα τού ορατού, το να μπορεί κάτι να γίνεται αντιληπτό με την όραση2. η μέγιστη απόσταση προς μία κατεύθυνση στην οποία είναι δυνατό να διακρίνει και να εξακριβώσει κανείς με γυμνό οφθαλμό διάφορα αντικείμενα κατά την ημέρα και με τεχνητό φωτισμό κατά τη νύχτα3. (μετεωρ.) ο βαθμός διαφάνειας τού ατμοσφαιρικού αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.